- ανθοφυης
- ἀνθοφυήςἀνθο-φυής2подобный цветам, яркий, пестрый
(ψιττακοῦ πτέρυξ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ψιττακοῦ πτέρυξ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανθοφυής — (Α ἀνθοφυής, ές) αυτός που παράγει άνθη αρχ. ποικιλόχρωμος … Dictionary of Greek
ἀνθοφυεῖ — ἀνθοφυής parti coloured masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνθοφυής parti coloured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθοφυΐα — η άνθηση, άνθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοφυής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ԾԱՂԿԱԲԵՐ — (ի. ից.) NBH 1 1002 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 14c ա. ἁνθοφόρος, χλοηφόρος floriger, florifer, germinans ἁνθοφυής producens, flores. Որ բերէ կամ բուսուցանէ զծաղիկս. ծաղկաբուղխ. *Ծաղկաբեր դաշտ, լերինք, մարգք, ծառք. Իմ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)